- δεδιτίκιοι
- οι1. ξένοι λαοί που είχαν παραδοθεί άνευ όρων στους Ρωμαίους2. απελεύθεροι Ρωμαίοι οι οποίοι δεν επιτρεπόταν να γίνουν ελεύθεροι γιατί είχαν υποστεί ατιμωτική ποινή.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. dediticii, πληθ. τού dediticius «αυτός που έχει παραδοθεί»].
Dictionary of Greek. 2013.